- λυόφιλος
- -η, -οχημ. χαρακτηρισμός τών κολλοειδών συστημάτων τών οποίων τα διεσπαρμένα τεμαχίδια παρουσιάζουν υψηλή τάση προσρόφησης τών μορίων τού υγρού μέσου διασποράς, με αποτέλεσμα τα τεμαχίδια να διογκώνονται και με τον τρόπο αυτό να αυξάνουν το ιξώδες τού συστήματος.
Dictionary of Greek. 2013.